- ἀσυνάρτητοι
- ἀσυνάρτητοςdisconnectedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασυνάρτητος — η, ο (AM ἀσυνάρτητος, ον) [συναρτώ] αυτός που δεν έχει ειρμό, ασύνδετος, ανακόλουθος αρχ. μσν. (μετρ.) «ἀσυνάρτητοι στίχοι» οι στίχοι που αποτελούνται από ανομοιογενή ημιστίχια … Dictionary of Greek